- απόκυνο
- (apocynum). Γένος πολυετών, ποωδών, δηλητηριωδών φυτών, της οικογένειας των αποκυνιδών. Η ονομασία του γένους προέρχεται από τις λέξεις από και κύων και σημαίνει δηλητήριο των σκυλιών. Από τα 25 είδη του γένους, το πιο κοινό είναι το α. το καννάβιvo,φαρμακευτικό φυτό της Βόρειας Αμερικής, με άνθη λευκοπράσινα που ο χυμός του περιέχει το αλκαλοειδές αποκυνίνη. Οι ρίζες του χρησιμοποιούνται ως εμετικό, διουρητικό και καθαρτικό μέσο. Στη Βόρεια Αμερική, κλαδιά με καρπούς του είδους αυτού χρησιμοποιούνται για τη νάρκωση των ψαριών τα οποία έπειτα τα μαζεύουν εύκολα. Οι ίνες των βλαστών του χρησιμοποιούνται για την κατασκευή σχοινιών και σπάγκων.
Dictionary of Greek. 2013.